- ἀγκάς
- ἀγκάςinto or in the armsindeclform (adverb)ἀγκά̱ς , ἀγκήfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκάς — ἀγκάς επίρρ. (Α) στην αγκαλιά, αγκαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να προέρχεται από τη δοτ. πληθ. ἀγκάσι (πρβλ. φρασί) τής λ. ἀγκών ή από επίρρ. *ἀγκάσε, με έκθλιψη] … Dictionary of Greek
Αγκάς, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821. Kαταγόταν από τη Χίο. Στρατολόγησε οπλοφόρους, δημιουργώντας έτσι δικό του στρατιωτικό σώμα, με το οποίο πολέμησε εναντίον του Δράμαλη, του Ιμπραήμ, του Κιουταχή κ.ά … Dictionary of Greek
άγκαθεν — ἄγκαθεν επίρρ. (Α) [ἀγκάς] 1. στα χέρια, στην αγκαλιά 2. στηριζόμενος στους αγκώνες … Dictionary of Greek
αγκάζομαι — ἀγκάζομαι (Α) [ἀγκάς] παίρνω στην αγκαλιά μου, σηκώνω αγκαλιάζοντας … Dictionary of Greek
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek